|
|
Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΣΤΑΓΕΙΡΩΝ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΤΑΓΕΙΡΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Η γενέτειρα του Αριστοτέλη
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ Πριν αρχίσουν οι ανασκαφές στ’ αρχαία Στάγειρα, ορατά ήταν μόνον τα ίχνη της μεσαιωνικής κατοίκησης στο Βόρειο Λόφο (κυρίως το βυζαντινό διατείχισμα), ενώ από την αρχαιότερη πόλη των Σταγείρων, ελάχιστα ίχνη διακρίνονταν, μέσα στην πυκνή δασώδη βλάστηση. Είναι προς τιμήν των κοινοτικών συμβουλίων της Ολυμπιάδας ότι από χρόνια πάσχιζαν να πείσουν την Αρχαιολογική Υπηρεσία, να ξεκινήσει τις ανασκαφές στην πατρίδα του Αριστοτέλη.
ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΧΩΡΟ Σημαντικό βοήθημα για τον επισκέπτη των αρχαίων Σταγείρων αποτελεί το τοπογραφικό διάγραμμα στη διπλανή εικόνα (με
|
Τα αρχαία Στάγειρα βρίσκονται περί τα 500 μ. ΝΑ του σημερινού οικισμού της Ολυμπιάδας, πάνω σε μια μικρή, ορεινή και όμορφη χερσόνησο που ονομάζεται «Λιοτόπι». Η πόλη καταλάμβανε και τους δύο λόφους αυτής της χερσονήσου, τον παραθαλάσσιο δηλ. Βόρειο κι ένα μεγαλύτερο Νότιο, που χωρίζονται μεταξύ τους με χαμηλό αυχένα. Η θέση της πόλης, που είναι σ’ όλους γνωστή ως η πατρίδα του Αριστοτέλη, ταυτίζεται με βεβαιότητα τόσο από τις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων, όσο και από τις έρευνες σύγχρονων μελετητών.
Οι αρχαίες μαρτυρίες είναι σαφείς:
Μικρό αλλά πανέμορφο χωριό 650 κατοίκων, κτισμένο από πρόσφυγες που ήλθαν από την Αγ. Κυριακή της Μ. Ασίας το 1923. Όταν εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες εδώ, βρήκαν οικισμό με 10 περίπου αγροτικές οικογένειες. Η μικρή περιοχή που τους παραχωρήθηκε ήταν βαλτώδης και μαστιζόταν από ελονοσία. Από την αρρώστια αυτή χάθηκε το 1/3 περίπου του αρχικού προσφυγικού πληθυσμού, ενώ ένα μεγάλο μέρος του διασκορπίστηκε σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
Το σημερινό χωριό, κτισμένο κατά μήκος μιας όμορφης παραλίας, απλώνεται στον μυχό ενός φυσικού λιμανιού. Πλαισιώνεται από καταπράσινα βουνά και μαγευτικές παραλίες υπέροχα συνδυασμένα, που προσελκύουν πλήθος επισκεπτών κατά τους θερινούς κυρίως μήνες.
Η πόλη ιδρύθηκε περί το 655 π.Χ., από Ίωνες αποίκους της νήσου Άνδρου, ενώ λίγο αργότερα έφθασαν άποικοι και από τη Χαλκίδα.
Αργότερα τα Στάγειρα προσχώρησαν στο Κοινό των Χαλκιδέων, στη συνομοσπονδία δηλ. όλων των πόλεων της Χαλκιδικής, που είχε έδρα την Όλυνθο.
Μια πρώτη, μικρής κλίμακας και ολιγοήμερη ανασκαφική προσπάθεια αναλήφθηκε το 1968 από τον τότε διευθυντή του Μουσείου Θεσσαλονίκης Φ. Πέτσα. Διενεργήθηκαν τότε έρευνες σε δύο σημεία, εκτός των ορίων της τειχισμένης πόλης: στον κολπίσκο της «Συκιάς», όπου αποκαλύφτηκαν αναλημματικοί τοίχοι της κλασικής περιόδου και στη θέση «Βίνα» (περί το 1,5 χλμ. ΝΑ των αρχαίων Σταγείρων), όπου ήρθε στο φως ένας κυκλικός πύργος.
Πρόκειται για ένα θαυμαστό έργο της οχυρωτικής αρχιτεκτονικής, που χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι εκτός από τη νότια πλευρά των Σταγείρων, όπου το τείχος φράσσει την πόλη από θάλασσα σε θάλασσα, στις άλλες της τρεις πλευρές αυτό βαίνει πάντοτε παράλληλα και κατά μήκος της κρημνώδους ακτής. Η πορεία του ανιχνεύεται σ’ ολόκληρη την περίμετρο της πόλης, πλήρης όμως αποκάλυψη της οχύρωσης έχει γίνει, μέχρι τώρα, μόνο στο νότιο σκέλος της, αλλά και σε μεγάλα τμήματα του ανατολικού, δυτικού και βόρειου σκέλους της, σ’ ένα συνολικό δηλαδή μήκος 700 μ. περίπου. Το τείχος αυτό, πάχους 2 μ., είναι χτισμένο με πωρόλιθους, ασβεστόλιθους και μαρμαρολίθους, με διάφορα συστήματα δόμησης, κυριότερα από τα οποία είναι, εκτός βέβαια από το ακανόνιστο, το λεγόμενο «αιγυπτιάζον» (που χρησιμοποιεί, κατά τόπους, πλακοειδή βύσματα σε επάλληλες στρώσεις), το «λέσβιο» σύστημα (που συναντάται σ’ ένα μεγάλο τμήμα του νότιου σκέλους της οχύρωσης) και το πολυγωνικό, σημαντικό τμήμα του οποίου αποκαλύφτηκε στο ακρότατο σημείο του Βόρειου λόφου, αμέσως δηλαδή πάνω από τον απότομο γκρεμό. Το τείχος διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση (σε ορισμένα σημεία του σώζεται μέχρι ύψους 4 μ.) και θεμελιώνεται κλιμακωτά στο βράχο, ακολουθώντας τις έντονες κλίσεις του ορεινού εδάφους. Σε δύο σημεία του μέχρι τώρα, από ένα αντίστοιχα στο νότιο και δυτικό του σκέλος, αποκαλύφτηκαν μικρές πυλίδες, ενώ, κατά διαστήματα, ανοίγονται σ’ αυτό οχετοί για την απομάκρυνση των όμβριων υδάτων. Στο νότιο ειδικά σκέλος του και σε κανονικές μεταξύ τους αποστάσεις, υπάρχουν μεγάλοι κυκλικοί και τετράγωνοι πύργοι. Μέχρι σήμερα, έχουν έρθει στο φως τρεις τέτοιοι κυκλικοί και άλλοι τόσοι τετράγωνοι πύργοι. Αντίστοιχα, σε διάφορα σημεία του εσωτερικού μετώπου του τείχους, κολλούν μεγάλες ορθογώνιες και συμπαγείς λιθοκατασκευές. Πρόκειται για τις λεγόμενες κλίμακες ανόδου, που οδηγούσαν με σκαλοπάτια στους προμαχώνες του τείχους. Σημειώνουμε εδώ ότι, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης
μελέτης, η οποία συντάχθηκε από ομάδα αρχιτεκτόνων, ξεκίνησε το 1995 και το πρόγραμμα αναστήλωσης αυτού του νότιου σκέλους της οχύρωσης. Εκτός των άλλων σημείων, αναστηλωτικές εργασίες έγιναν σε μεγάλα τμήματα του τείχους, δεξιά κι αριστερά αντίστοιχα της πυλόφου, στον κυκλικό πύργο αμέσως στα δεξιά της και στον μεγάλο τετράγωνο πύργο, περί τα 50 μ. ανατολικότερα. Οι επεμβάσεις ειδικά στους δύο αυτούς πύργους είναι σχετικά μεγάλης κλίμακας, επειδή προβλέπεται ν’ αποτελέσουν και σημεία θέασης των επισκεπτών.
πλευρά ταυτίζεται με το κλασικό τείχος, που διέρχεται από το σημείο αυτό. Στην πλευρά αυτή και δίπλα στο μεγάλο κυκλικό πύργο της κορυφής του λόφου, υπάρχει η μικρή πυλίδα που είδαμε, ενώ κοντά της και κολλημένη στο εσωτερικό του τείχους βρίσκεται μία κλίμακα ανόδου με επτά σκαλοπάτια. Οι άλλες δύο πλευρές της ακρόπολης προστατεύονται με χωριστό οχυρωματικό περίβολο, στην εσωτερική όψη του οποίου και σε κανονικά μεταξύ τους διαστήματα (ανά 3 μ.), υπάρχουν λιθόκτιστες αντηρίδες στη σειρά. Οι μικροί ορθογώνιοι χώροι, που δημιουργούνται με τις αντηρίδες σ’ όλο το μήκος του περιβόλου, ήταν πιθανότατα στεγασμένοι, όπως φαίνεται και από τα μεγάλα αποθηκευτικά πιθάρια που βρέθηκαν σε αρκετούς απ’ αυτούς τους χώρους. Μέσα στην ακρόπολη και ακριβώς απέναντι από την πυλίδα του τείχους, αποκαλύφτηκε μία κυκλική δεξαμενή νερού, διαμέτρου 2 και βάθους 4 μ.
Κεντρικός υδροδοτικός αγωγός: Διαπερνά το τείχος σ’ ένα σημείο του νότιου σκέλους του. Αποκαλύφτηκε, μέχρι τώρα, σε μήκος 45 μ. Αποτελείται από πηλοσωλήνες στη σειρά, που κατέβαζαν το νερό από το μεγάλο ορεινό όγκο στα νότια της αρχαίας πόλης. Εδώ και κατά μήκος ενός σύγχρονου δασικού δρόμου, διακρίνονται πολλοί τέτοιοι πηλοσωλήνες. Δε γνωρίζουμε ακόμη την ακριβή διαδρομή του αγωγού μέσα στην πόλη, ελπίζουμε όμως ότι η μελλοντική έρευνα θα μας οδηγήσει στην κεντρική της υδατοδεξαμενή.
Τα σπίτια που ερευνήθηκαν μέχρι τώρα, μας δίνουν ήδη σημαντικές πληροφορίες για την οικιστική οργάνωση, την οικιακή οικονομία και την κοινωνία των Σταγείρων. Κτισμένα με διαφόρων μεγεθών λαξευμένες ή μη πέτρες, έχουν συνήθως δάπεδα από πατημένο χώμα. Εντύπωση προξενούν συχνά τα μεγάλα δωμάτια, αλλά και οι στενοί δρόμοι ανάμεσά τους, που είναι είτε λιθόστρωτοι, είτε διαμορφωμένοι στο βράχο. Το γεγονός αυτό, αλλά και η κλιμακωτή διάταξη των σπιτιών, θυμίζουν τους παραδοσιακούς οικισμούς των ελληνικών νησιών.
Στοά κλασικών χρόνων: Δημόσιο οικοδόμημα, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, εκεί δηλ. όπου τοποθετείται η Αγορά της. Πρόκειται για σημαντικό, ορθογώνιο κι επίμηκες κτίσμα, που συγκέντρωνε τους Σταγειρίτες για δημόσιες συζητήσεις. Έχει διαστάσεις 6Χ26μ. και είναι χτισμένη με μαρμάρινους κυρίως γωνιολίθους, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Η πρόσβαση στο εσωτερικό της γινόταν με μνημειακή κλίμακα στην πρόσοψη της, την οποία πρέπει να φανταστούμε ανοιχτή με κίονες στη σειρά. Τους άλλους τρεις τοίχους της περιτρέχει εσωτερικά ένα απλό λίθινο κάθισμα (θρανίο). Για τη στήριξη της στέγης υπήρχε εσωτερική κιονοστοιχία, με οκτώ κίονες στο μέσο του πλάτους της, από τους οποίους διατηρήθηκαν μόνον οι μαρμάρινες βάσεις τους.Μπροστά στη στοά και αριστερά της κλίμακας
σώθηκε η θεμελίωση ενός μικρού βωμού, με περιμετρικό αυλάκι υπερχείλισης, λαξευμένο στο βράχο.
Λιθόστρωτος δρόμος και δημόσιο οικοδόμημα:Από το δεξιό άκρο της στοάς, ξεκινά ένας λιθόστρωτος δρόμος, ο οποίος, ύστερα από λοξή προς νότον πορεία 20μ. συναντούσε κάθετα έναν δεύτερο επιμελημένο και πλακόστρωτο δρόμο. Ο δρόμος αυτός αποκαλύφτηκε μέχρι τώρα σε μήκος περίπου 30 μ., όσο δηλαδή και το δημόσιο κτηριακό συγκρότημα που βρίσκεται αμέσως στα βόρεια και κατά μήκος του. Οι χώροι του συγκροτήματος αυτού, που οργανώνονται πίσω από μία κοινή πρόσοψη, ήταν μάλλον υπόγειοι. Ένα αξιοσημείωτο γεγονός, που σχετίζεται με την εκμετάλλευση του δομήσιμου χώρου, αποτελεί η επιπεδοποίηση του φυσικού βράχου, σε διαφορετικά όμως κλιμακούμενα επίπεδα.
μολύβδινους συνδέσμους ήδη από την εποχή της τοποθέτησής τους, γεγονός που σημαίνει ότι προορίζοντας όχι για υγρά, αλλά για στερεά προϊόντα, ίσως δημητριακά.
Βυζαντινό τείχος: Φράσσει το Βόρειο Λόφο από θάλασσα σε θάλασσα, με πορεία περίπου ευθύγραμμη. Έχει μήκος γύρω στα 250 μ., πάχος 1 μ. και σώζεται μέχρι ύψους 3,5 μ. Είναι χτισμένο ακανόνιστα με μικρές πέτρες και ασβεστοκονίαμα. Κατά διαστήματα στην εσωτερική του όψη υπάρχουν λιθόκτιστες αντηρίδες. Η κατασκευή του ανάγεται στους μεσοβυζαντινούς χρόνους (10ος-11ος αι. μ.Χ.) και σχετίζεται με την εγκατάσταση, στην κορυφή του ίδιου λόφου, ενός βυζαντινού οχυρού.
Στο μέσο περίπου της διαδρομής του βυζαντινού τείχους και στο υψηλότερο σημείο του, αποκαλύφτηκε ένας μεγάλος τετράγωνος πύργος του, αλλά και διάφορα άλλα, ιδιαίτερα σημαντικά αρχιτεκτονικά λείψανα. Οι τοίχοι του βυζαντινού πύργου, που διατηρούνται σε μεγάλο ύψος, είναι κτισμένοι, «εν πολλοίς», με καλολαξευμένους γωνιολίθους αρχαιότερων κτισμάτων, οι οποίοι παρεμβάλλονται στην απλή του τοιχοποιία με τις μικρές πέτρες και το ασβεστοκονίαμα. Δίπλα σ’ αυτόν τον πύργο και δεξιά για τον ανερχόμενο, ήρθε τελευταία στο φως ένα τμήμα της πρώτης οχύρωσης της πόλης, που χρονολογείται στα αρχαϊκά χρόνια (6ος αιώνας π.Χ.). Έτσι αποδείχτηκε ότι η γραμμή του αρχαϊκού τείχους ταυτίζεται ακριβώς μ’ εκείνην του βυζαντινού. Διαπιστώθηκε δηλαδή ότι το βυζαντινό τείχος, που φράσσει το Βόρειο Λόφο στην αρχή του, χρησιμοποιεί ως θεμέλιο αυτό ακριβώς το αρχαϊκό τείχος. Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, για την έκταση κυρίως που είχε η πόλη από την εποχή της ίδρυσής της (7ος αι. π.Χ.) μέχρι τις αρχές του 5ου αι. π.Χ., οπότε η αύξηση του πληθυσμού της επέβαλε την επέκτασή της και στο γειτονικό Νότιο Λόφο, με την κατασκευή της πρώιμης κλασικής οχύρωσης που είδαμε. Στο μικρό τμήμα του αρχαϊκού τείχους που ανασκάφτηκε μέχρι τώρα, ήρθε στο φως και μία από τις κύριες πύλες της αρχαιότερης πόλης των Σταγείρων, μπροστά στην οποία μάλιστα βρέθηκε πεσμένο και σπασμένο το μαρμάρινο υπέρθυρό της. Το υπέρθυρο αυτό πρέπει να είχε συνολικό μήκος γύρω στα 2,50 μ., ενώ το σημαντικότερο είναι ότι αποδίδει ανάγλυφα έναν αγριόχοιρο αριστερά, αντιμέτωπο μ’ ένα λιοντάρι στα δεξιά. Από την παράσταση αυτή, η οποία, ως γνωστόν, διακοσμεί και τα τετράδραχμα των Σταγείρων (εκεί βέβαια στη δραματική σύνθεση του σπαραγμού ενός κάπρου από λιοντάρι), βρέθηκαν τα δύο ακραία της τμήματα. Το εύρημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό όχι μόνον γιατί μας δίνει ένα μεγάλο έργο της αρχαϊκής πλαστικής, ούτε επίσης γιατί απεικονίζει το ιερό ζώο και σύμβολο της πόλης των Σταγείρων, δηλαδή τον κάπρο (ας θυμηθούμε εδώ ότι το όνομα «κάπρος» έφεραν τόσο το λιμάνι της πόλης, όσο και το νησάκι απέναντί της), αλλά και επειδή σώζει τμήματα μιας επιγραφής του 6ου αιώνα π.Χ., χαραγμένης μάλιστα βουστροφηδόν.
Υστεροκλασικό τείχος: Βρίσκεται στα ΒΑ πρανή του Βόρειου Λόφου. Αποκαλύφτηκε, μέχρι τώρα, σε μήκος 140 μ. Στο χαμηλότερο τμήμα του ακολουθεί πορεία ζιγκζαγκωτή, η οποία ψηλότερα γίνεται ευθύγραμμη. Σε σχέση με το πρωιμότερο κλασικό τείχος, τμήματα του οποίου αποκαλύφτηκαν λίγο χαμηλότερα (αμέσως πάνω από την κρημνώδη ακτή), αυτό φαίνεται να εξαιρεί μέρος της παλιότερης πόλης. Έχει πάχος 1,80 μ., σώζεται μέχρι ύψους 3 μ. και είναι κτισμένο ακανόνιστα. Στο μέσο περίπου της διαδρομής του, ανοίγεται μια μικρή πυλίδα. Όπως αποδείχτηκε με την ανασκαφή, πρόκειται για το τείχος που έκτισε ο Φίλιππος Β΄, αφού πρώτα ο ίδιος είχε καταστρέψει την πόλη, στα 349 π..Χ. Σύμφωνα με τις πηγές, η ανοικοδόμηση των Σταγείρων από το Φίλιππο έγινε κατά παράκληση του Αριστοτέλη, ο οποίος είχε στο μεταξύ προσληφθεί ως δάσκαλος του Αλεξάνδρου. Κατά διαστήματα στο εσωτερικό μέτωπο του τείχους, κολλούν εγκάρσιοι τοίχοι, οι οποίοι, σε συνδυασμό και με την επιπεδοποίηση του βράχου, δημιουργούν κλιμακωτά οικιστικά: άνδηρα. Στο υψηλότερο ειδικά τμήμα του τείχους και σε επαφή με την εσωτερική του πλευρά, ήρθαν στο φως τελευταία αρκετοί ορθογώνιοι χώροι, που ανήκουν σε σπίτια των ελληνιστικών κυρίως χρόνων.
Αρχαϊκό Ιερό: Πρόκειται για ένα μικρό Ιερό του 6ου αι. π.Χ., που ήταν αφιερωμένο σε μια γυναικεία θεότητα. Βρίσκεται στο ακρότατο ΒΑ τμήμα του Βόρειου Λόφου, αμέσως πάνω από τον απότομο γκρεμό. Αποτελείται από δύο τετράπλευρους χώρους, δεξιά κι αριστερά αντίστοιχα ενός λιθόστρωτου διαδρόμου. Χαρακτηριστικό της ιερότητας του χώρου αποτελεί το γεγονός ότι το υστεροκλασικό τείχος, που χτίστηκε δύο περίπου αιώνες αργότερα, σεβάστηκε το Ιερό και το συμπεριέλαβε ακριβώς, προσαρμόζοντας γι’ αυτό το λόγο την πορεία του σ’ αυτό του το τμήμα. Σημαντικότερος είναι ο μεγαλύτερος χώρος του Ιερού, στον οποίο υπάρχουν ένας πρωτόγονος βωμός και μια τετράγωνη εσχάρα θυσιών. Από το χώρο αυτό προέρχεται πλήθος κινητών ευρημάτων, μεταξύ των οποίων πολλά πήλινα ειδώλια και μεγάλες γυναικείες προτομές, καθώς επίσης και μια πήλινη μήτρα με παράσταση δύο ανδρών να συμπλέκονται για ένα κριάρι.