Στις 28 Οκτωβρίου 1940 η Ιταλία
κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα και τα Δωδεκάνησα, που τελούσαν υπό ιταλική
κατοχή από το 1912, θεώρησαν ότι ήταν η καταλληλότερη ευκαιρία για να
υποκινήσουν θέμα απελευθέρωσής τους. Με πρωτοβουλίες της Δωδεκανησιακής Νεολαίας
Αθηνών έγιναν δυναμικές εκδηλώσεις στην Αθήνα και παράλληλα ζητήθηκε από την
ελληνική κυβέρνηση να επιτραπεί η κατάταξη στον
ελληνικό στρατό Δωδεκανησίων εθελοντών. Η κυβέρνηση δέχτηκε το αίτημα και στις
13 Νοεμβρίου 1940 συγκρότησε το “Σύνταγμα Δωδεκανησίων”.
Παρουσιάστηκαν 1.924 Δωδεκανήσιοι εθελοντές
κάθε ηλικίας, επαγγέλματος και μορφωτικού επιπέδου, από τους οποίους τελικά
κρίθηκαν ικανοί οι 1.586. Το Σύνταγμα συμπληρώθηκε με στρατιώτες καταγόμενους
τόσο από άλλα νησιά όσο και με εφέδρους. Οι εθελοντές εκπαιδεύτηκαν κυρίως ως
τυφεκιοφόροι και πολυβολητές και αποτέλεσαν τη συντριπτική πλειονότητα της μάχιμης
δύναμης του Συντάγματος.
Μετά από σύντομη, αλλά
εντατική εκπαίδευση στου Γουδή οι Δωδεκανήσιοι εθελοντές ορκίστηκαν στις 12
Ιανουαρίου 1941 και παρέλαβαν την πολεμική τους σημαία. Το Σύνταγμα Δωδεκανησίων αποτέλεσε τον πυρήνα της
20ης Μεραρχίας, που άρχισε να συγκροτείται στις 12 Φεβρουαρίου 1941, για να
ενισχύσει το αλβανικό μέτωπο και ήταν το μοναδικό πλήρως επανδρωμένο,
στελεχωμένο και εξοπλισμένο σύνταγμά της.
Στην πρώτη γραμμή του Μετώπου δεν βρέθηκαν οι
Δωδεκανήσιοι, γιατί κατάγονταν, ως γνωστόν, από περιοχές ιταλοκρατούμενες, με
ιταλικά διαβατήρια και ιταλικές ταυτότητες. Στις 4 Μαρτίου, σε σύσκεψη Ελλήνων
και Άγγλων επιτελών, αποφασίστηκε η συγκρότηση του Τμήματος Στρατιάς Κεντρικής
Μακεδονίας, όπου εντάχθηκε και η 20η Μεραρχία με το Σύνταγμα των
Δωδεκανησίων εθελοντών, υπό τις διαταγές του υποστράτηγου Ιωάννη Κωτούλα και με
αποστολή την άμυνα του κορμού της Βόρειας Ελλάδας σε περίπτωση παραβίασης της
βασικής αμυντικής γραμμής (Μεταξά).
Ειδικότερα το Σύνταγμα των Δωδεκανησίων ασχολήθηκε
εντατικά με την αμυντική οργάνωση του εδάφους της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας
και κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες με την ανέγερση λίθινων κτιστών φραγμάτων, για
να αναχαιτισθεί η είσοδος πολεμικών αρμάτων και μηχανοκίνητων μονάδων, στην
περίπτωση εισβολής των Γερμανών στη χώρα μας μέσω της Σερβίας.
Όμως ο χρόνος που είχαν στη διάθεσή τους και το
ανάπτυγμα της αμυντικής γραμμής από το Αμύνταιο προς Καϊμακτσαλάν και
Βέρμιο,
συνολικού μήκους περίπου 170 χιλιόμετρων περίπου, μείωνε την αμυντική δυνατότητα
του έργου δεν προσφερόταν για παρατεταμένη και αποτελεσματική άμυνα και
φυσικά σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη της γραμμής
Μπέλες-Νέστος.
Οι αμυντικές κατασκευές των Δωδεκανησίων περιορίστηκαν
στην περιοχή της Βεγορίτιδας, γύρω από τη λεκάνη της Άρνισσας και ήταν χτιστά φράγματα
με ξερολιθιά, πλάτους 5 μέτρων και ύψους 3 μέτρων, που έκλειναν τέσσερεις
στενές διαβάσεις στους δρόμους που οδηγούσαν από την Κέλλη και τον Παλαιό Άγιο
Αθανάσιο προς τον μικρό κάμπο της Άρνισσας.
Το πρώτο φράγμα ανεγέρθηκε στην μέση περίπου της
διαδρομής Παλαιού και Νέου Αγίου Αθανασίου, στην τοποθεσία Γκολέμα Γκορνίτσα
(Μεγάλη Γκορτσιά), όπου είναι σήμερα το ξενοδοχείο «ΚΑΪΜΑΚ - ΙΝΝ», για να
εμποδίσει τη διέλευση αρμάτων και μηχανοκίνητων μονάδων από τον Βόρα και την
Πιπερίτσα προς Άρνισσα και Έδεσσα. Υπολείμματα του γιγάντιου φράγματος σώζονται
μέχρι σήμερα.
Οι Τσεγανιώτες αποκαλούσαμε το αμυντικό φράγμα
«Εμπόδιο» και στο τοπικό ιδίωμα «Μπόδις». Κατά το χτίσιμο του φράγματος οι
υπεύθυνοι αξιωματικοί δεν επιτρέπανε στους χωρικούς να πλησιάσουμε στο έργο.
Ο μπαρμπα-Γιάννης Κοράνας, ένας πολύτιμος
πληροφοριοδότης στις έρευνές μου (έφυγε από τη ζωή πριν λίγα χρόνια), 17χρονος
νεαρός τότε, έβοσκε το κοπάδι του στην περιοχή και κάποια στιγμή ένας
αξιωματικός τον κάλεσε για να τον ρωτήσει κάτι σχετικό με την περιοχή. Άρχισε
να του μιλά με νοήματα και όταν ο Κοράνας του απάντησε με τα πολύ καλά ελληνικά
του, ο Δωδεκανήσιος αξιωματικός ξαφνιάστηκε και κάλεσε και τους άλλους για να
τους ανακοινώσει ότι ο νεαρός γνώριζε ελληνικά (ο μπαρμπα-Γιάννης μέχρι τα
βαθιά του γεράματα μιλούσε θαυμάσια ελληνικά). Οι Δωδεκανήσιοι στρατιωτικοί
πίστευαν ότι οι κάτοικοι της Τσέγανης και άλλων γειτονικών χωριών ήταν
αλλοεθνείς ξενόγλωσσοι.
Τα άλλα τρία αμυντικά φράγματα – εμπόδια είχαν
ανεγερθεί στο δρόμο (παλαιά εθνική οδό) που κατεβαίνει από την Κέλλη προς
Άρνισσα – Έδεσσα. Είναι η παράκαμψη, από τον 16ο αιώνα, της αρχαίας
Εγνατίας Οδού που κατέβαινε από το Μοναστήρι, περνούσε από το Αμύνταιο και έβγαινε
απέναντι στα χωρία Μανιάκι και Φαράγγι, γιατί η λίμνη Βεγορίτιδα έως τον 16ο
αιώνα ήταν περιορισμένης εκτάσεως. Από τον αιώνα αυτόν ο όγκος των υδάτων της
λίμνης άρχισε να αυξάνεται, να καλύπτει εκτάσεις και η Εγνατία Οδός αναγκάσθηκε
να παρακάμψει την Βεγορίτιδα από την Βεύη προς την Κέλλη και από τα στενά του
ορεινού όγκου της Τσέγανης να οδηγεί στον
κάμπο της Άρνισσας προς την Έδεσσα.
Το πρώτο από τα τρία αμυντικά φράγματα ήταν επάνω στον
δρόμο αυτό, εκεί που τελειώνει ο κάμπος της Άρνισσας και αρχίζει η ορεινή
διαδρομή προς Κέλλη, στην τοποθεσία «Λύκα», στο πιο στενό της πέρασμα, στη βάση
του λόφου «Καλέ» (Κάστρο). Μέχρι τη
10ετία του ’70 σώζονταν υπολείμματά του.
Τα άλλα δύο φράγματα, σε μικρή απόσταση το ένα από το
άλλο, φράζουν στενή διάβαση στην τσεγανιώτικη τοποθεσία «Κουρού Τσεσμέ» ή στο
εντόπιο ιδίωμα «Σούβα Τσέσμα» (στεγνή βρύση). Αν και επικαλυμμένα από φερτά
υλικά και θάμνους, διακρίνονται καθαρά μέχρι σήμερα.
Στις 6 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα
εισέβαλαν ταυτόχρονα στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία και τη Νότια Γιουγκοσλαβία.
Στις 8 Απριλίου οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Σκόπια και οι Γερμανοί βρέθηκαν να απειλούν και την ελληνο-γιουγκοσλαβική
μεθόριο αποδεικνύοντας ξεκάθαρα πόσο αβάσιμη ήταν η απόφαση της Ελλάδας να
βασίσει την άμυνά της στην αβέβαιη γιουγκοσλαβική αντίσταση.
Στις 9 Απριλίου παραδόθηκε στους Γερμανούς το Μοναστήρι (Μπίτολα) και η Θεσσαλονίκη, και το Σύνταγμα Δωδεκανησίων, χωρίς να
διαθέτει αντιαρματικά όπλα, αναγκαζόταν
να αλλάζει συνεχώς την εγκατάστασή του σε νέες αμυντικές γραμμές, Βεύη, Κλειδί και
Κέλλη, από τις οποίες προσπαθούσε απεγνωσμένα να αποκρούσει τους Γερμανούς
εισβολείς.
Στις 11 και
12 Απριλίου οι Γερμανοί εξαπέλυσαν γενική επίθεση τεθωρακισμένων με
καταιγιστικά πυρά πυροβολικού στις περιοχές Βεύης – Κλειδίου - Κέλλης και
υποχρέωσαν τις αγγλικές και αυστραλιανές δυνάμεις που αμύνονταν στην περιοχή καθώς
και το Σύνταγμα των Δωδεκανησίων να τις εγκαταλείψουν.
Έτσι οι
δυνάμεις του Συντάγματος των Δωδεκανησίων διασπάστηκαν καθώς τμήματά του μεταφέρθηκαν
σε διαφορετικές πόλεις της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Μετά από
μαρτυρική πορεία από Γρεβενά, Μέτσοβο, Καλαμπάκα, έφτασαν και διαλύθηκαν στην
Αθήνα, υποχρεωτικά πλέον, μετά από τη συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου και τη
διάλυση του μεγαλύτερου όγκου του Ελληνικού Στρατού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου