Τίποτα δεν μου έκανε εντύπωση απάνω
του! Ούτε τα κουρελιασμένα ρούχα, ούτε τα γένια, που μαζί με τα μαλλιά έκλειναν τα μάτια του, ούτε
ακόμα και το σώμα του, που έγερνε μπροστά και πήγαινε παράλληλα
με το έδαφος. Πραγματικά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν με παραξένεψε. Τρελάθηκα όμως
σαν τον είδα να πηγαίνει, τέλος πάντων να βαδίζει, προς τα πίσω!
-Ε! παππού, του φώναξα γεμάτος
απορία. Πρόσεχε γιατί μπορεί να σε πατήσει κανένα αυτοκίνητο…
-Καλά, μου είπε με βραχνή φωνή,
σηκώνοντας λίγο το κεφάλι από τη γη για
να με δει και χαμογελώντας μέσα από τις τρίχες της ασπρόμαυρης γενειάδας του. Ίσως
ευχαριστημένος για το ενδιαφέρον που έδειξα για τη ζωή του!
Ύστερα κατεβάζοντας πάλι το κεφάλι, χωρίς
να με βλέπει, σιγομουρμούρισε:
-Κάνε εσύ αυτά που πρέπει να κάνεις
για σένα και μη σε νοιάζει τι θα κάνουν οι άλλοι για τον εαυτό τους…
Δεν του απάντησα και τον άφησα να
περάσει στην άλλη μεριά του δρόμου. Ύστερα μια και βιαζόμουνα, ξεκίνησα και
έφυγα αμέσως. Ωστόσο περίεργος όπως πάντα, έριξα μια τελευταία ματιά πάνω του.
Τον είδα να στρογγυλοκάθεται στο πεζούλι μιας βρύσης και να πίνει με τις
χούφτες του νερό.
-Παράξενος που είναι ο κόσμος, είπα
από μέσα μου!
Έτσι, σαν άφησα το γεροντάκι πίσω
μου, στην άλλη στροφή του δρόμου, το ξέχασα κιόλας.
Από τότε και άλλες πολλές φορές
πέρασα από το σημείο. Όμως πάντοτε το ξαναθυμόμουνα και άθελά μου, «έκοβα»
ταχύτητα με το αυτοκίνητό, ψάχνοντας να το βρω.
Άλλοτε το έβρισκα και άλλοτε όχι.
Όσες φορές το έβρισκα, το έβλεπα κάτι να κάνει. Τη μια να παίζει με το σκύλο
του, την άλλη να σκάβει, την άλλη να κουβαλάει ξύλα. Πάντα γυρτό μ’ ένα ξύλο
στα χέρια του για μπαστούνι. Και πάντα να πηγαίνει …προς τα «πίσω».
Ώσπου μια Κυριακή το πρωί, την ώρα
που ακόμα βαρούσαν οι καμπάνες για τη Λειτουργία και εγώ πήγαινα για καφέ στην
πόλη, είπα να σταματήσω και να πιάσω κουβέντα μαζί του. Τόσο καιρό έβλεπα τον άνθρωπο, «όπως τον έβλεπα» και με
έτρωγε η περιέργεια να τον ρωτήσω κάποια πράγματα, αν φυσικά και αυτός ήθελε να
κάνει συζήτηση μαζί μου.
Φτάνοντας λοιπόν κοντά του, τον είδα
αυτή τη φορά να ταίζει τις γάτες του,
που δεν ήταν και λίγες.
-Γεια σας, του είπα γλυκαίνοντας λίγο
τη φωνή μου, μη τυχόν και με αποπάρει που σταμάτησα να του μιλήσω, άγνωστος σ’
αυτόν. Έπεσα όμως έξω.
-Γεια σου καλό παιδί, μου είπε και αυτός
με γλυκιά φωνή, ανεβάζοντας όσο μπορούσε τους ώμους του για να με δει καλύτερα.
Και συνέχισε;
-Πως και σταμάτησες, ήθελες κάτι;
-Τίποτα ρε παππού, του είπα. Νά, τόσο
καιρό περνάω από δω και σε βλέπω και είπα μια φορά να σταματήσω και να σου πω «καλημέρα».
-Του Θεού, του Θεού είναι η καλημέρα
βιάστηκε να μ’ απαντήσει. Μπράβο σου και καλά έκανες!
Με το διάλογο πήρα θάρρος και εκεί
στα όρθια, συνέχισα να κουβεντιάζω μαζί του, τώρα με περισσότερη άνεση.
-Καλά του λέω, σε κάποια στιγμή που
τον αισθάνθηκα ακόμα περισσότερο κοντά μου, γιατί σε βλέπω να πηγαίνεις προς τα
πίσω;
-Χμ, χαμογέλασε. Παλικάρι μου, λέει.
Γιατί σου φαίνεται περίεργο; Εγώ πηγαίνω, όπως «πηγαίνει όλος ο κόσμος».
Δυστυχώς, αντί μπροστά «πίσω». Και μην μου πεις πως δεν το βλέπεις και συ,
έξυπνος είσαι!
Και συνέχισε με τον ίδιο τόνο, χωρίς
να περιμένει κάποια αντίδρασή μου.
-Καλά τώρα θα λες με τρελό έμπλεξα!
Πες με όπως θες. Δεν με νοιάζει! Ο καθένας είναι καλός, κακός, στραβός,
ανάποδος, ίσιος για την πάρτη του. Τους άλλους αυτό δεν τους ενδιαφέρει. Αρκεί
βέβαια να μην τους πειράζει… Πάντως εγώ έτσι βλέπω τον κόσμο και πάω σύμφωνα με
το ρεύμα του!
Δεν ήξερα μετά απ’ αυτά που άκουσα,
αν μπορούσα να συνεχίσω περαιτέρω την κουβέντα
μαζί του. Γι αυτό πάλι βιάστηκα να φύγω. Έτσι ανέβηκα στο αυτοκίνητό μου και
μετά από λίγο απολάμβανα ένα ζεστό καφέ σε καφετερία της πόλης..!
Το βράδυ όταν πήγα στο σπίτι, όπως
κάνουμε όλοι μας, άνοιξα την τηλεόραση. Την πέτυχα την ώρα που έλεγε
ειδήσεις..!
-Ληστεία μετά φόνου έγινε χτες…
Αδερφός σκότωσε τον αδερφό του… Τροχαίο δυστύχημα το βράδυ με πέντε νεκρούς…
Σύζυγος μαχαίρωσε την σύζυγο… Δάσκαλος κατηγορείται για αποπλάνηση… Υπουργός
κατηγορείται για απάτη… Κλέφτες άρπαξαν…
-Αμάν ρε παιδιά, είπα αγανακτισμένος
από μέσα μου. Κανένα καλό, καμιά ευχάριστη είδηση δεν θ’ ακούσουμε; Κάτι το
σωστό δεν έγινε στο εικοσιτετράωρο που πέρασε; Ένας άνθρωπος δεν έκανε κάποιο
καλό να το πούμε; Κάτι που να μας κάνει να ευχαριστηθούμε, να χαρούμε και να
γελάσουμε; Να πάρουμε ελπίδες και να ζήσουμε…!
Τελικά αναλογίστηκα, μ’ αυτά που
ακούμε, είμαστε άνθρωποι πολιτισμένοι, με καρδιά, ψυχή, συναισθήματα, αγάπη
μέσα μας! Τελικά με όλα αυτά που βλέπουμε, πάμε μπροστά ή ζούμε στη «ζούγκλα»
και τελικά μήπως ο γέρος που μίλαγα το πρωί, είχε δίκιο να βαδίζει «προςτα πίσω»,
μιμούμενος την κοινωνία μας και από αντίδραση προς αυτή!
Και τελικά, το λέω ακόμα μια φορά,
μήπως και «τη σήμερον ημέρα», πρέπει να
βγούμε στους δρόμους για να «ψάχνουμε με το φανάρι», μέρα και νύχτα, να βρούμε στον
κόσμο «ανθρώπους». Αλλά κυρίες και κύριοι…!
Προσέξτε! Ανθρώπους! Όχι θηρία, που
και αυτά σε τελική ανάλυση, αν μπορούσαν να μιλήσουν, θα έλεγαν πως εμείς
είμαστε τέτοια στη συμπεριφορά μας. Όχι αυτά. Εμείς, τα «κατ’ επίφαση», ανώτερα
στο πνεύμα και στο νου «όντα» του
πλανήτη μας!
Ζητείται ο «άνθρωπος..!»
30-10-2017
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου