Εκείνο
το καλοκαίρι. Πάλι εκεί πίσω, στο παρελθόν. Στο ντουλάπι με τις αναμνήσεις.
Πόσες φορές σήμερα, έρχεται και φεύγει στη μνήμη μου κι εγώ δεν ξέρω. Ξέρω όμως
ότι κρατάει, ξεχωριστή θέση στη ζωή μου.
Θυμάμαι,
όταν τ’απόγευμα ο Ήλιος, έπαιρνε να γέρνει στο βουνό, η Δύση τον υποδεχόταν
ντυμένη στα κίτρινα, με λίγα σημάδια ροζ και κόκκινου, κυρία όμορφη και τρελά
ερωτευμένη, που θέλει να γοητεύσει τον εραστή της.
Και εγώ απ’ το μπαλκόνι
σιωπηλός, κοίταζα-κοίταζα και δεν χόρταινα να βλέπω, τη μαγεία αυτού του
καθημερινού ραντεβού, καθώς φανταζόμουν τον ήλιο «περίλαμπρο νέο», ταξιδιώτη
και Οδυσσέα του ουρανού, να βυθίζεται και να χάνεται μέσα στην αγκαλιά της
αγαπημένης του συντρόφου, αντάξιος του έρωτά της.
Ύστερα
πάλι, με όλη την παιδική μου αθωότητα, φανταζόμουν τους δύο αυτούς αιώνιους
εραστές, να ξαπλώνουν στο ίδιο κρεβάτι, έτοιμοι μέσα στον ύπνο τους, να
ονειρευτούν και να απολαύσουν, απαγορευμένους για την ηλικία μου καρπούς του
Παραδείσου, μα τόσο όμορφους και γλυκούς, όσο ήταν εκείνο το μήλο, που έφαγε ο
Αδάμ απ’ τα χέρια της γυναίκας του. Μικρό παιδί, ανήσυχο, ζωηρό, ούτε δεκατριών
χρονών! Η φύση τότε, καλούσε κι εμένα να ερωτευτώ!
Αυτήν
την ώρα, που ο έρωτας άφηνε παντού το μεθυστικό του άρωμα, ήξερα κι εγώ που θα
νιώσω όμορφα. Σε ποιον Παράδεισο πρέπει να σεργιανίσω, για να βρεθώ, κάπου εκεί
ανάμεσα στα χιλιάδες δέντρα του, με την Εύα, μια πανέμορφη κόρη, που με τον
καρπό στα χέρια της, με μάγευε και με προκαλούσε να τον γνωρίσω. Έτσι λοιπόν μ’
αγωνία και λαχτάρα, έπαιρνα δρόμο κι έτρεχα να προλάβω, να δω και να χορτάσω,
όλα τα παιχνίδια, στην πιο πάνω γειτονιά του χωριού. Στο σταυροδρόμι της αγάπης
και των εκπλήξεων. Γιατί, μάρτυς μου ο Θεός, δεν ήταν μόνο τα παιχνίδια με τ’
άλλα παιδιά!
Ήταν
και τα μάτια του έρωτα, τα φλογισμένα μάτια μου με τις φλογερές ματιές, πάνω
στο φρέσκο σώμα και το νεανικό κορμί, μιας φεγγοβολούσας μικρής «θεάς», που
πλατωνικά, με το βλέμμα της και μ’ ένα ατέλειωτο χαμόγελο, ανταπέδιδε και αυτή
τα αμέτρητα «βολτ» του έρωτά της, καθώς λικνιζόταν στο κάλεσμα, παίζοντας
ανέμελα τον «κουτσό» και τον «κρυφτό». Αγαπημένη, γλυκιά των ονείρων Παναγιά! Τώρα
που αστράφτεις μέσα στα βάθη της καρδιάς μου, ας ήταν να έκλινες για λίγο στο πλάι μου και παραβιάζοντας τους
νόμους της φύσης, τα «πρέπει και δεν πρέπει» του κόσμου , να σ’ έσφιγγα τρυφερά
στην αγκαλιά μου, αγγίζοντας με τα χείλη μου, την άκρη των δικών σου άγουρων
χειλιών..!
Κι
εκείνη η Κυριακή! Πόσο στ’ αλήθεια έρωτα είχε μέσα της η μέρα αυτή! Ήταν η
μεγάλη γιορτή του Έρωτα. Του έρωτα της ψυχής, που το δείλι και λίγο πριν το
σούρουπο, καίγεται σαν το κεράκι της Λαμπρής, να δει και να θαυμάσει το
ομορφότερο πλάσμα του κόσμου! Το κορίτσι της καρδιάς! Την όμορφη νεράιδα του
παραμυθιού, γελαστή και χαρούμενη, να βγαίνει στον κόσμο και μέσα στην πλατεία
του χωριού, να «βολτάρει» ανάμεσα στους άλλους ερωτευμένους ανθρώπους! Τέτοιες
στιγμές δεν βρίσκεσαι στη γη! Πετάς στον ουρανό και μαζί της, χέρι-χέρι, κάνεις
εκεί, έναν άλλο αγγελικό περίπατο, μακριά απ’ τα ενοχλητικά βλέμματα της
παρέας, που μάταια προσπαθεί να σε προσγειώσει..! Ευτυχία ο έρωτας και
αχαλίνωτη κάθε φαντασία μαζί του, όταν τον συναντάς για πρώτη φορά, μέσα στους
κήπους με τ’ ανθισμένα τριαντάφυλλα, τα κρίνα και τα γιασεμιά..!
«ΕΡΩΤΑ,
ΠΟΥ ΞΕΤΡΕΛΑΙΝΕΙΣ ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΚΡΑΤΑΣ!». Δεν ήσουν μόνο εκεί. Ήσουν ακόμα στις
γειτονιές του χωριού, με τα τραγούδια και τ’ ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών, στις
πράσινες κληματαριές τους και στις καθαρές τους αυλές. Ήσουνα σε κάθε δρόμο και
σκοτεινό σοκάκι, όταν βαδίζαμε «μαζί» αγκαλιά, περιμένοντας τα πρώτα αστέρια
και το φεγγάρι, που κρυφοκοίταζαν από ψηλά, ζηλεύοντας την ομορφιά μας!
Έρωτα..!
Πώς να ξεχάσω κι εκείνα τ’απέριττα βραδάκια, όταν πάλι «μαζί», παίρναμε το
μονοπάτι και μέσα απ’ τα καταπράσινα και ανθισμένα χωράφια, το δάσος με τα
πουλιά, «γεμάτοι» από σένα φτερωτέ θεέ, ψάχναμε να πιούμε τ’ αθάνατο νερό σου!
Ήσουν συνεχώς εκεί, κοντά μας και βλέπαμε το πρόσωπό σου, να καθρεφτίζεται μέσα
στο κρυστάλλινο νερό της πηγής, που έφτιαξες και έκρυψες μόνο για μας, λίγο πιο
κάτω απ’ το χωριό, πίσω απ’ τ’ άσπρο Ξωκλήσι του.
Θυμάμαι,
έδινα χούφτες απ’ το νερό σου και ‘κείνη δεν ξεδιψούσε. Μόνο με κοίταζε στα
μάτια και μού ‘λεγε «δώσε μου κι άλλο να πιω». Και όσο το δώρο σου δεν χόρταινε
την ψυχή της, εγώ, ένας ταπεινός μικρός ικέτης της αγάπης σου, παρακαλούσα να μ’
έκανες μια σταγόνα απ’ αυτό, τ’ ολύμπιο θαύμα σου, μόνο και μόνο, για να
δροσίζω αιώνια τα δυο βελούδινα χείλη της κι αυτή να με πίνει, χωρίς να με
χορταίνει..!
«ΕΡΩΣ
ΑΝΙΚΑΤΕ ΜΑΧΑΝ». Έρωτα ανίκητε στη μάχη! Τέτοιες μάχες ας τις έχανα πάντα.
Παντοτινός δούλος και αιχμάλωτος ενός «απίθανα» λατρεμένου και αγαπητού εχθρού.
Του έρωτα. Και όχι μόνο! Τι δεν θα ‘κανα, να μ’ έγραφε τότε η ιστορία, ένα ακόμα
από τα πολλά του θύματα! Εμένα, έναν μύστη και λάτρη του. Να κείτομαι στο χώμα,
βαριά πληγωμένος απ’ αυτόν, μ’ ένα από τα βέλη του στην καρδιά! Και ήρωας..!
Εκεί, στα Ηλύσια «ερωτικά» πεδία της Δωροθέας, που τον πρωτοσυνάντησα. Ένα
καλοκαίρι. Μια σταλιά παιδάκι..!
9 Ιουλίου 2015
Δωροθιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου