Στην τελευταία «φούσκα» της αγοράς κατοικίας των ΗΠΑ, η άνοδος στις τιμές ξεπέρασε κάθε λογική. Στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09, η οποία ξεκίνησε από το σκάσιμο της «φούσκας» στην αγορά ακινήτων, η πτώση των τιμών ήταν ακόμη μεγαλύτερη από την άνοδο. Εκτοτε οι τιμές ανακάμπτουν τμηματικά επί μακρά περίοδο.
Πρόσφατα, όπως αρμόζει σε μια νηφάλια και προσγειωμένη αγορά ακινήτων, οι τιμές αυξάνονται σε συνάρτηση με την πορεία των προσωπικών εισοδημάτων και άλλων θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών που ισχύουν σε κάθε περιοχή των ΗΠΑ. Ομως, η επιστροφή σε ένα μοτίβο σταθερής ανάπτυξης δεν σημαίνει πως η στέγαση θα αποτελέσει ξανά την κινητήριο δύναμη στην ανάπτυξη, όπως συνέβαινε επί ολόκληρες δεκαετίες πριν από τη «φούσκα».
Ενας λόγος είναι ότι εκατομμύρια ιδιοκτήτες χρωστούν ακόμη εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για την αποπληρωμή των στεγαστικών δανείων τους, τα οποία υπερβαίνουν την αξία των κατοικιών τους. Αυτοί οι δανειολήπτες είναι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, κάτοικοι στις περιοχές που δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα από την τελευταία κρίση στα ακίνητα και οι οικονομίες εκεί δεν έχουν ακόμη επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα. Ο συνδυασμός αυτός καθιστά σχεδόν αδύνατο να καλυφθούν οι απώλειες από την τελευταία κρίση στα ακίνητα. Το μέγεθος αυτών των απωλειών πλήττει την ευρύτερη οικονομία, διότι οι δανειολήπτες ξοδεύουν λιγότερα ή δεν προχωρούν στην ανακατανομή του πλούτου τους ή τη δημιουργία νέων περιουσιακών στοιχείων.
Μια λύση για τους δανειολήπτες που βαρύνονται από μεγαλύτερα δάνεια σε σχέση με την υφιστάμενη αξία της κατοικίας τους θα ήταν νέοι και ευνοϊκότεροι όροι αποπληρωμής. Αλλά, όπως αποκαλύφθηκε από τους International New York Times, οι τράπεζες δεν είναι πρόθυμες να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση των στεγαστικών δανείων παρά τους κανόνες που θεσπίστηκαν από το κράτος μετά το σκάσιμο της «φούσκας» προκειμένου να διευκολυνθούν οι δανειολήπτες στην εξυπηρέτηση των δόσεών τους μέσα από νέες ρυθμίσεις.
Οι τράπεζες ισχυρίζονται πως δεν έχουν παραβιάσει κανέναν κανόνα. Από την άλλη πλευρά, οι συνήγοροι δανειοληπτών και ο γενικός επιθεωρητής του βασικού κρατικού προγράμματος για την ελάφρυνση του χρέους ισχυρίζονται το αντίθετο. Συγκεκριμένα, φαίνεται πως οι τράπεζες μπορούν ακόμη να αποκομίζουν κέρδη με την καθυστέρηση ή την άρνηση στην αναδιάρθρωση των δανείων, εξασφαλίζοντας υψηλότερες προμήθειες και τόκους.
Ενας δεύτερος λόγος που η στέγαση δεν μπορεί να παίξει κεντρικό ρόλο στην επανεκκίνηση της οικονομίας είναι η εντεινόμενη ανισότητα στα εισοδήματα. Ενδειξη σταθερότητας σε μια οικονομία είναι η άνοδος των τιμών των κατοικιών σε συνάρτηση με τα εισοδήματα. Σήμερα παρατηρείται άνοδος των εισοδημάτων που προέρχονται από επενδύσεις, ακολουθώντας την ανάκαμψη της οικονομίας. Στάσιμα, όμως, είναι τα εισοδήματα από τους μισθούς. Μια συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι ότι η αγορά κατοικίας δεν είναι ακόμη δυνατή για πολλούς εργαζόμενους, ιδιαίτερα για εκείνους που θα προχωρούσαν πρώτη φορά στην ιδιοκατοίκηση εάν ήταν υγιέστερες οι συνθήκες στην οικονομία. Μία ακόμη συνέπεια είναι πως οι κατασκευαστικές εταιρείες έχουν επικεντρωθεί στην ανοικοδόμηση κατοικιών που απευθύνονται στα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Οπότε έχουν μειωθεί τα αποθέματα κατοικιών σε πιο ελκυστικές τιμές, που θα ενδιέφεραν τους εργαζομένους να εξετάζουν πρώτη φορά να περάσουν στην ιδιοκατοίκηση.
Οι συνθήκες αυτές επιβεβαιώνουν πως δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί η ζημιά από το σκάσιμο της τελευταίας «φούσκας» στα ακίνητα. Εξακολουθεί να είναι απαραίτητη μια επιθετική παρέμβαση για την ελάφρυνση του χρέους των δανειοληπτών και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Δεν είναι ακόμη αργά για την αναπλήρωση αυτών των κενών, εάν βρεθεί η πολιτική συναίνεση για να επιβληθούν τα απαραίτητα μέτρα.
Πρόσφατα, όπως αρμόζει σε μια νηφάλια και προσγειωμένη αγορά ακινήτων, οι τιμές αυξάνονται σε συνάρτηση με την πορεία των προσωπικών εισοδημάτων και άλλων θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών που ισχύουν σε κάθε περιοχή των ΗΠΑ. Ομως, η επιστροφή σε ένα μοτίβο σταθερής ανάπτυξης δεν σημαίνει πως η στέγαση θα αποτελέσει ξανά την κινητήριο δύναμη στην ανάπτυξη, όπως συνέβαινε επί ολόκληρες δεκαετίες πριν από τη «φούσκα».
Ενας λόγος είναι ότι εκατομμύρια ιδιοκτήτες χρωστούν ακόμη εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για την αποπληρωμή των στεγαστικών δανείων τους, τα οποία υπερβαίνουν την αξία των κατοικιών τους. Αυτοί οι δανειολήπτες είναι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, κάτοικοι στις περιοχές που δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα από την τελευταία κρίση στα ακίνητα και οι οικονομίες εκεί δεν έχουν ακόμη επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα. Ο συνδυασμός αυτός καθιστά σχεδόν αδύνατο να καλυφθούν οι απώλειες από την τελευταία κρίση στα ακίνητα. Το μέγεθος αυτών των απωλειών πλήττει την ευρύτερη οικονομία, διότι οι δανειολήπτες ξοδεύουν λιγότερα ή δεν προχωρούν στην ανακατανομή του πλούτου τους ή τη δημιουργία νέων περιουσιακών στοιχείων.
Μια λύση για τους δανειολήπτες που βαρύνονται από μεγαλύτερα δάνεια σε σχέση με την υφιστάμενη αξία της κατοικίας τους θα ήταν νέοι και ευνοϊκότεροι όροι αποπληρωμής. Αλλά, όπως αποκαλύφθηκε από τους International New York Times, οι τράπεζες δεν είναι πρόθυμες να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση των στεγαστικών δανείων παρά τους κανόνες που θεσπίστηκαν από το κράτος μετά το σκάσιμο της «φούσκας» προκειμένου να διευκολυνθούν οι δανειολήπτες στην εξυπηρέτηση των δόσεών τους μέσα από νέες ρυθμίσεις.
Οι τράπεζες ισχυρίζονται πως δεν έχουν παραβιάσει κανέναν κανόνα. Από την άλλη πλευρά, οι συνήγοροι δανειοληπτών και ο γενικός επιθεωρητής του βασικού κρατικού προγράμματος για την ελάφρυνση του χρέους ισχυρίζονται το αντίθετο. Συγκεκριμένα, φαίνεται πως οι τράπεζες μπορούν ακόμη να αποκομίζουν κέρδη με την καθυστέρηση ή την άρνηση στην αναδιάρθρωση των δανείων, εξασφαλίζοντας υψηλότερες προμήθειες και τόκους.
Ενας δεύτερος λόγος που η στέγαση δεν μπορεί να παίξει κεντρικό ρόλο στην επανεκκίνηση της οικονομίας είναι η εντεινόμενη ανισότητα στα εισοδήματα. Ενδειξη σταθερότητας σε μια οικονομία είναι η άνοδος των τιμών των κατοικιών σε συνάρτηση με τα εισοδήματα. Σήμερα παρατηρείται άνοδος των εισοδημάτων που προέρχονται από επενδύσεις, ακολουθώντας την ανάκαμψη της οικονομίας. Στάσιμα, όμως, είναι τα εισοδήματα από τους μισθούς. Μια συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι ότι η αγορά κατοικίας δεν είναι ακόμη δυνατή για πολλούς εργαζόμενους, ιδιαίτερα για εκείνους που θα προχωρούσαν πρώτη φορά στην ιδιοκατοίκηση εάν ήταν υγιέστερες οι συνθήκες στην οικονομία. Μία ακόμη συνέπεια είναι πως οι κατασκευαστικές εταιρείες έχουν επικεντρωθεί στην ανοικοδόμηση κατοικιών που απευθύνονται στα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Οπότε έχουν μειωθεί τα αποθέματα κατοικιών σε πιο ελκυστικές τιμές, που θα ενδιέφεραν τους εργαζομένους να εξετάζουν πρώτη φορά να περάσουν στην ιδιοκατοίκηση.
Οι συνθήκες αυτές επιβεβαιώνουν πως δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί η ζημιά από το σκάσιμο της τελευταίας «φούσκας» στα ακίνητα. Εξακολουθεί να είναι απαραίτητη μια επιθετική παρέμβαση για την ελάφρυνση του χρέους των δανειοληπτών και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Δεν είναι ακόμη αργά για την αναπλήρωση αυτών των κενών, εάν βρεθεί η πολιτική συναίνεση για να επιβληθούν τα απαραίτητα μέτρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου