του Νίκου Μωραΐτη
Η Πάρος είναι γεμάτη.
Πιο γεμάτη δεν θα ήταν νησί. Θα ήταν εφιάλτης.
-Καλέ έχετε πολύ κόσμο. Οι ειδήσεις έλεγαν ότι δεν θα είχατε.
-Οι ειδήσεις, κυρία μου, λένε ό,τι θέλουν. Δεν το καταλάβατε ακόμη;
Ο διάλογος έγινε μπροστά μου.
Μία γεμάτη Πάρος, λοιπόν. Και, ενδεχομένως, μία γεμάτη Νάξος δίπλα, μία γεμάτη Ίος παραδίπλα κ.ο.κ.
Όμως κάτι έχει αλλάξει. Ριζικά.
Παλιότερα ακούγαμε στην Πάρο καμιά περίεργη γλώσσα και κοιταζόμασταν. Τώρα ακούμε ελληνικά και κοιταζόμαστε.
Τα γαλλικά έχουν γίνει σχεδόν επίσημη γλώσσα του νησιού. Ακολουθούν τα ιταλικά. Τα πάντα ακούς. Ως και ρώσικα.
Πού είναι οι Έλληνες όμως;
Σε ποιες αμμουδιές; Κάτω από ποιες ομπρέλες;
Το Σαββατοκύριακο, που πάνε στις παραλίες οι ντόπιοι, νιώθεις λίγο όπως παλιά.
Τις άλλες μέρες, τα ελληνικά είναι μία μειοψηφία.
Δεν είναι υπερβολή. Δεν είναι λαϊκισμός. Είναι έξι καλοκαίρια μνημονίων.
Πλάι στη συντριβή τόσων ανθρώπων, πλάι στο ξήλωμα τόσων νομίμων δικαιωμάτων, να και κάτι ακόμα που εξοντώθηκε: το δικαίωμα στις διακοπές.
Θα μου πεις, μπροστά στα εκατομμύρια ανέργους, αστέγους, ημιαπασχολούμενους, διαλυμένους, αυτό σε νοιάζει;
Κι όμως.
Ό,τι θυμάμαι πιο έντονα από παιδί είναι η Ελλάδα μέσα από τις διακοπές με τους γονείς μου.
Ό,τι θυμάμαι πιο έντονα από τα φοιτητικά χρόνια, είναι οι διακοπές με την παρέα.
Ό,τι θυμάμαι πιο έντονα από τους έρωτες είναι οι διακοπές ζευγάρι.
Ό,τι θέλω να θυμάται η κόρη μου από εμένα είναι τους δυο μας να κολυμπάμε μαζί.
Ό,τι κρατάω ως άνθρωπος είναι ένα μακροβούτι.
Ακούω γύρω μου στο νησί τις γλώσσες όλου του κόσμου. Σε γέλια, σε παιχνίδια στο κύμα, σε μία παραγγελία στο εστιατόριο.
Τι λείπει;
Ένας ολόκληρος λαός, που -τι ειρωνεία- γεννήθηκε σε αυτό το χώμα το οποίο αδυνατεί να γευθεί.
«Έχω πέντε χρόνια να πάω διακοπές». Όχι, δεν μου το είπε ένας. Το λένε και το γράφουν πολλοί. Το ζουν και το εννοούν. «Ψυχές μαραγκιασμένες σα σφουγγάρια / διψάνε για μια στάλα θαλασσί», που έγραφε και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος για άλλα χρόνια, που δυστυχώς επανέρχονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου