συχνοπετάνε, ω Έδεσσα, βασιλική κι
ωραία!
Στον κάμπο ανθούνε οι κερασιές κι
ασπρογαλάζια λάμπουν·
πλούσια σπονδή τα θεία νερά στους
όχτους σου ίσια πέφτουν
κι ανάερα κρούσταλλα σκορπούν κι
άχνα λευκή στο χάος,
κι αχούν μακριάθε στα βαθιά τα
ρέμματα κυλώντας.
Κι’εσύ, σα νύφη εξωτική, μεσ’στα
νερά και στ’άνθια
σκύβεις και καθρεφτίζεσαι κι
ονείρεσαι –ποιος ξέρει...
Και με το χινοπώριασμα, που
πέφτουνε οι αντάρες
και προς την Τζένα απανωτό
βροντάει τ’αστροπελέκι
ίδια ως η σκέψη μ’απλωτό, μουντό
φτερό φαντάζεις,
που σε τραχύ κι αντίμαχο
συλλογισμό εζυγιάστη
κι ως γερακίνα αμείλικτη στ’
άπειρο αντιπροσβλέπει.
Τ’άναρχο τέρας γκρέμισε τ’ ωραίο
του λόγου βήμα,
βαθύς σεισμός ετάραξε τη φρένα των
Ελλήνων
και κατακάθια ανήλιαγα κι ακάθαρτα
εμολέψαν
στα διάσελα όλες τις πηγές και
τους γιαλούς του Αιγαίου.
Μα απά στο Βόρα, αντίπαλες που
σμουν οι ορμές του Σλαύου
κ’οι αιγαίες οι αύρες, νιας γενιάς
πιάστηκε το προζύμι
κι ο γόνος πλήθει ως ξεχειλάν τα
σύρριζα βελούχια.
Στης γης τα πέρατα ο λαός πούτανε
σκορπισμένος –
σαν το μελίσσι το πολύ, σ’ άξαφνη
καταιγίδα,
που τ’άστραπόδειρε –βαριά βόγγηξε
μεσ’στη μπόρα
κι ασκώθη και σα σύννεφο παντούθε
στα βουνά σου
μαζώχτη κι έκατσε, φτωχό και
θλιβερό συντρίμι.
Μάχεν ελπίδα στην καρδιά κ’ είχε
στον ήλιο μοίρα
κι αγάλια –αγάλια ερρίζωσε μεσ’στο
βαθύ σου χώμα.
Κ’εσύ, όπως στην πανάρχαια τη
Ρώμη, ορθή κι ωραία
στάθηκε η λύκαινα κ’οι δυο δίδυμοι
τη βυζάξαν,
μ’οίστρους ακέριους και βαθιούς το
νέο λαό σου αντρειώνεις.
Σα η Πηνελόπη τον ιστό της θέλησης
υφαίνεις
και της βαριάς επιμονής, σαν
πολικόν αστέρι
πα στην Ελλάδα να σταθείς και ναν
τη διαφεντέψεις.
Ο νους σου ως αβασίλευτος φεγγίζει
γαλαξίας,
και το τραχύ το δωρικό το πνεύμα
έχεις ξυπνήσει.
«-Κάτω οι Θερσίτες, οι θρασείς, οι
φλύαροι κ’οι ραγιάδες!
Στων έργων το βαρύ ζυγό τη
λευτεριά να μάθουν
να τη χαρούν με ορθά νεφρά στον
ήλιο της Ελλάδας!»
Μεσ’στην ανάρια καταχνιά σαλεύουν
σηκωμένες
από τα βάθη των καιρών οι
σκυθρωπές κι αντρίκιες
του αρχαίου Φιλίππου οι φάλλαγες· και
στη σιγή των αιώνων
θαρρώ κι ακούω τις σάρισσες που
κρούονται και βροντάνε
σα βόισμα αγέρα στο δρυμό μεσ’
στου ελατιού το πλήθος.
Κώστας Καραβίδας
Βιβλιογραφικά στοιχεία:
Κωνσταντίνου Δ. Καραβίδα, «Μακεδονικοί ύμνοι» (ποιητική συλλογή), Θεσσαλονίκη,
1925. Το ποίημα «Έδεσσα» μας εστάλη από τον φίλο ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου