«Αφιερωμένο σε όλους
τους χωριανούς μου που θυμούνται την « πατόζα » αλλά και στους πατεράδες τους, που πριν
από αρκετά χρόνια, αυτήν την εποχή του αλωνίσματος , τίμια και με
ιδρώτα, έβγαζαν το ψωμί τους…»
Σαν
έπιανε ο Ιούνιος, σχεδόν όλοι στο χωριό μιλούσαν για το θέρισμα και το αλώνισμα
του σταριού τους. Αυτό ήταν το θέμα των συζητήσεων στις οικογένειες, στις
γειτονιές και τα καφενεία. Εξάλλου, αυτή την εποχή, ποιο θα μπορούσε να ήταν
σοβαρότερο θέμα εκτός από αυτό που αφορούσε το ψωμί της οικογένειας για μια
ολόκληρη χρονιά!
Έτσι
λοιπόν ο πατέρας μου, μόλις πατούσε αυτός ο μήνας ή ο θεριστής, όπως τον έλεγε
ο παππούς μου, ερχόταν σε συνεννόηση με χωριανούς που είχαν θεριστικές μηχανές
και μαζί κανόνιζαν τις ημερομηνίες θερισμού των χωραφιών μας. Σαν τέτοιους
χωριανούς, θυμάμαι τα παιδιά του Τόκου Αναστασίου, του Τσαβδάρη Ευάγγελου και
του Κωνσταντόπουλου Θεόδωρου. Ζητώ συγγνώμη αν ξέχασα κανέναν. Βέβαια, πριν
εμφανιστούν στο χωριό αυτές οι μηχανές, κάτι που εγώ δεν θυμάμαι, ο θερισμός
γινόταν με δρεπάνια, που υπάρχουν και σήμερα αλλά μέσα στις αποθήκες, πεταμένα και
σκουριασμένα ή το πολύ σε καμιά ταβέρνα μαζί με άλλα παραδοσιακά γεωργικά
εργαλεία φυσικά για διακοσμητικούς λόγους. Παλιά όμως, τέτοιες μέρες, τα δρεπάνια
στα χέρια των γεωργών έπαιρναν φωτιά ! Και για να τελειώνει γρήγορα αυτή η δουλειά, ο
ένας βοηθούσε τον άλλον και πιο πολύ οι συγγενείς μεταξύ τους, ακόμα και οι
γείτονες. Όμως, παρά την είσοδο της τεχνολογίας που αναφέραμε και την απόσυρση
του δρεπανιού, μετά τον θερισμό υπήρχε δουλειά. Τα δεμάτια με τα ξεραμένα
στάχια που έφτιαχναν οι μηχανές, έπρεπε
να φορτωθούν στα ζώα και για τους πλούσιους στο κάρο και να μεταφερθούν σε μια
περιοχή λίγο έξω από το χωριό που ονομαζόταν «Αλώνια». Εκεί με τα δεμάτια γίνονταν
οι θημωνιές (κόπες) και ακολούθως άλλο μηχάνημα, η « πατόζα » τα αλώνιζε για να
βγει το σιτάρι και το άχυρο. Μετά το 1960
στα « Αλώνια » σταμάτησε το αλώνισμα του σιταριού και γενικά όλη αυτή η
διαδικασία μεταφέρθηκε στο « Κουρί» , πάλι μια περιοχή έξω από το χωριό λίγο
πιο μακριά, δίπλα σε δυο ποτάμια τότε, που έρχονταν από την Αγάθη και τους
Προμάχους. Σ’ αυτό το μέρος εγώ θυμάμαι το χωριό να αλωνίζει το σιτάρι του.
Μια
λοιπόν από αυτές τις μέρες του αλωνίσματος με την « πατόζα » πολύ μικρός, βρέθηκα στο « Κουρί » με τη ξαδέρφη μου τη Κούλα. Είχαμε πάει εκεί
με το κάρο του παππού μου του Πέτρου που το τραβούσαν δύο αγελάδες, ύστερα βέβαια
από πολλά κλάματα και παρακάλια προς τους γονείς μας που δεν ήθελαν με κανένα
τρόπο να μπερδευόμαστε στις δουλειές τους. Τελικά όμως πείσθηκαν και με την ευκαιρία του αλωνίσματος του παππού
μου αλλά και του δικού μας, επέτρεψαν να κάνουμε τη βόλτα στον συγκεκριμένο
τόπο. Σε ένα μέρος που τόσα πολλά ακούγαμε τα βράδια στο σπίτι και δεν
μπορούσαμε να το δούμε παρά μόνο το φανταζόμασταν. Έτσι, με το δάκρυ κορόμηλο
να τρέχει από τα μάτια και ανάμικτα συναισθήματα χαράς και παράπονου,
ξεκινήσαμε κάπου το μεσημέρι από το σπίτι της γιαγιάς μας καθισμένοι σε μια
γωνιά πάνω στο κάρο και με οδηγό τον παππού μας. Ο παππούς μπροστά με το ψαθάκι στο κεφάλι του κι εμείς
πίσω του, αμίλητοι και υπάκουοι, μήπως
από εκεί που δεν το περιμένεις στραβώσει η δουλειά, αλλάξει γνώμη και μας
επιστρέψει στο σπίτι !
Κατά
τη διαδρομή, παρατηρούσαμε τον παππού να κεντρίζει τις αγελάδες με τη « φκιέντρα
» για να πάνε γρηγορότερα και μάλιστα, κάπου-κάπου να νευριάζει μαζί τους
επειδή, όπως μουρμούριζε, τις έπαιρνε ο ύπνος ενώ περπατούσαν. Γι’ αυτό κι εμάς
όταν το κάρο πήγαινε γρήγορα και μας τράνταζε από τις πέτρες και τις λακκούβες
του δρόμου, μας άρεσε και το διασκεδάζαμε, ενώ όταν πήγαινε σιγά και είχαμε
λιγότερα κουνήματα ή θορύβους, με τρόπο υπενθυμίζαμε στο παππού μας « την
φκιέντρα » ! Φθάνοντας στο ανάχωμα και ακολούθως όταν μπήκαμε στο πρώτο ποτάμι,
οι αγελάδες σταμάτησαν από μόνες τους για να πιούνε νερό. Ο παππούς σεβάστηκε
την ανάγκη τους και έπαψε να τις κεντρίζει. Μάλιστα, όση ώρα έπιναν, με αρκετή
θα έλεγα δίψα, αυτός σφύριζε με τα χείλη του, πράγμα που μας έκανε εντύπωση. Δεν
ρωτήσαμε τότε γιατί το κάνει, ωστόσο όμως εγώ αυτό το σφύριγμα ακόμα και σήμερα
δε μπόρεσα να το εξηγήσω. Πολύ πιθανόν να είναι αυτό που πάντα λέμε κι εμείς οι
άνθρωποι κάθε φορά που πίνουμε νερό ή ποτό και χτυπάμε τα ποτήρια μας «στην
υγειά μας». Ίσως… Ανεβαίνοντας το ανάχωμα φάνηκε μπροστά μας
το «Κουρί». Θεέ μου τι ήταν αυτό που βλέπανε τα μάτια μας…! Μπροστά μας ξανοίγονταν
μια « μυθική πολιτεία» με κίτρινους
πύργους σε παράλληλες σειρές ο ένας δίπλα στον άλλον, μάλιστα έχοντας μεταξύ
τους την ίδια απόσταση. Οι πύργοι αυτοί, που τους χρύσωναν οι ακτίνες του ήλιου
καθώς έπεφταν πάνω τους ήταν οι θημωνιές. Όλες ήταν περίπου στο ίδιο ύψος, με
ένα ξύλο στην μέση που προεξείχε πάνω από τα δεμάτια και το οποίο, όσοι είναι
της γενιάς μου, ξέρουν ότι χρησίμευε για να στηρίζει τη θημωνιά. Γύρω από αυτές
στριφογύριζαν άνθρωποι με ψάθινα καπέλα στα κεφάλια τους πολλοί δε απ’ αυτούς κρατούσαν με το σκοινί κάποιο
ζωντανό. Και όταν φτάσαμε στην κορυφή του αναχώματος, διακρίναμε ακόμα ότι σε
μια μεριά αυτής της πολιτείας που ορθόνωνταν μπροστά μας, υπήρχαν μαζεμένοι
άνθρωποι , ενώ από το ίδιο επίσης σημείο βλέπαμε να βγαίνει ένα σύννεφο σκόνης
και καπνού που ανέβαινε στον ουρανό λες και εκεί δούλευε κάποιο εργοστάσιο.
Κοιτάξαμε με απορία τον παππού και αυτός βγάζοντας το καπέλο του για να δει
καλύτερα, μας έλυσε την απορία λέγοντας ότι εκεί, σε εκείνο το σημείο,
βρίσκεται η πατόζα και αλωνίζει. Πετάξαμε από τη χαρά μας! Σε λίγο θα βλέπαμε
από κοντά αυτή τη περιβόητη θαυματουργή μηχανή και τη λειτουργία της…
Όταν
τελικά κατεβήκαμε από το ανάχωμα και μπήκαμε στον τόπο με τις θημωνιές, ο
παππούς έψαξε και βρήκε ένα πλατάνι με παχύ ίσκιο και κάτω από αυτό σταμάτησε
το κάρο. Έβγαλε τα ζώα από τον ζυγό και τα άφησε να βοσκήσουν το χορτάρι, αφού
φυσικά έβαλε το καπίστρι τους και με μια μακριά τριχιά τα έδεσε για να μη φύγουν
από το σημείο σε μια «ζέβλα» που έμπηξε στο χώμα. Ύστερα, κατέβασε εμάς από το
κάρο, που χοροπηδούσαμε από τη χαρά μας για το «ταξίδι» που κάναμε και φυσικά,
για το μέρος που ήμασταν. Έπιασε το χέρι της ξαδέρφης μου κι εγώ το δικό της κι
έτσι χέρι-χέρι μέσα από τις θημωνιές,
τραβήξαμε για το μέρος που δούλευε η « πατόζα ». Όταν φτάσαμε και την είδαμε
από κάποια πιο κοντινή απόσταση, γιατί πολύ κοντά δεν επιτρεπόταν, εγώ
τουλάχιστον έμεινα για άλλη μια φορά έκπληκτος και με το στόμα ανοικτό. Η
μηχανή ήταν δίπλα σε μια θημωνιά και από αυτήν, δύο άτομα έβγαζαν τα στοιβαγμένα
δεμάτια και τα πετούσαν σε ένα ανεβατόρ
γαντζωμένο πλάι της. Το ανεβατόρ τα τραβούσε προς τα πάνω σε άλλα δύο άτομα που
ήταν όρθια στη πατόζα. Τα άτομα αυτά, όλοι εργάτες προφανώς, με γρήγορες
κινήσεις, έριχναν τα δεμάτια μέσα στην πατόζα.
Δίπλα και στο κάτω μέρος, μέσα
από δυο σωλήνες που πάλλονταν, έτρεχε το σιτάρι σε δυο σακιά, ένα για κάθε σωλήνα.
Κάθε φορά που αυτά γέμιζαν, οι υπεύθυνοι εργάτες τα άλλαζαν με άδεια. Πίσω
ακριβώς από το μηχάνημα, πάλι από μια σωλήνα, έπεφτε από ψηλά το άχυρο σχηματίζοντας βουναλάκι μαζί με αρκετή σκόνη. Όταν το άχυρο, καθώς
έπεφτε, έφτανε στο ύψος του σωλήνα, ένας άλλος εργάτης το τραβούσε για να μην
μπουκώσει. Και κάτι ακόμα που από όλη αυτή την εικόνα έμεινε χαραγμένο στη
μνήμη μου και το θυμάμαι λες και είναι τώρα που γράφω. Η λειτουργία της « πατόζας»
γίνονταν με τη βοήθεια ενός μεγάλου κίτρινου τρακτέρ δίπλα στη μηχανή του
οποίου γύριζε ένας μεγάλος τροχαλίας. Αυτός, μέσου ενός τεράστιου σε μήκους
«χιαστή» ιμάντα, μετέφερε τη κίνηση στη πατόζα. Ο θόρυβος που έβγαινε καί από
τα δύο μηχανήματα καθώς δούλευαν, σου έπαιρνε τα αυτιά, ενώ ο χώρος γύρω μύριζε
πετρέλαιο και άνθρακα από την εξάτμιση του τρακτέρ που ώρες- ώρες φαίνονταν να ζορίζονταν καθώς
έδινε κίνηση στη πατόζα. Ωστόσο για μας, όλα αυτά επαναλαμβάνω ήταν πρωτόγνωρα
και τα βλέπαμε με ορθάνοιχτα τα μάτια, θαυμασμό κι έκπληξη!
Δε
ξέρω πόση ώρα καθόμασταν εκεί όρθιοι, κοιτώντας το θηρίο τη πατόζα να καταπίνει
ολόκληρα δεμάτια με σιτάρι, που έριχναν στο στόμα της εργάτες των οποίων τα πρόσωπα μόλις διέκρινες
από τη μαυρίλα της σκόνης και από το τσουρούφλισμα του ήλιου, μια και
υποχρεωτικά εργάζονταν κάτω από τις καυτές ακτίνες του. Σημασία έχει ότι το
θέαμα το χορτάσαμε και έτσι, ικανοποιημένοι για ό,τι είδαμε, ακολουθήσαμε τον
παππού που μας τραβούσε από τα χέρια για να αλλάξουμε στέκι. Περνώντας πάλι
μέσα από τις θημωνιές και χαιρετώντας συγχωριανούς μας, που πολλοί μας φώναζαν
με το όνομά μας, πήγαμε να καθίσουμε κάτω από ένα καταπράσινο πλατάνι, όπου
κάτω από τον ίσκιο του ήταν φτιαγμένο ένα κιόσκι. Αυτό το έλεγαν « καφενείο » .Το
«κατάστημα», αυτό ας το πούμε έτσι, ήταν
εντελώς πρόχειρα φτιαγμένο, με τέσσερις- πέντε χοντρούς πασσάλους χωμένους στη
γη, σε σχήμα τετραγώνου, είχε τοίχους από πέταβρα ενώ για σκεπή του είχε σκουριασμένες
λαμαρίνες και πάνω σε αυτές ξερά κλαδιά από δένδρα. Στο εσωτερικό του διέθετε
για κουζίνα, έναν νεροχύτη κρεμασμένο
από ένα καρφί σε ένα πέταβρο και κάτω απ’ αυτόν μια σκαφίδα για να πέφτει το
νερό κάθε φορά που χρειαζόταν να πλένονται τα ποτήρια και τα άλλα σερβίτσια που
χρησιμοποιούσε το κατάστημα. Δίπλα, πάνω σε ένα ντουλάπι ήταν η γκαζιέρα για το
ψήσιμο των καφέδων. Για μπάγκο χρησιμοποιούσε μια τάβλα πάνω σε ξύλινα άδεια
τελάρα αναψυκτικών, στιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, ενώ σε μια γωνιά είχε την
παγωνιέρα για το κρύο νερό, και τα κρύα αναψυκτικά και ποτά. Εδώ και εκεί,
μπροστά και έξω από το κατάστημα υπήρχαν σιδερένια μικρά τραπέζια, όχι πολλά,
με ψάθινες και ξύλινες καρέκλες. Σε κάποιες από αυτές κάθονταν χωριανοί μας,
ίσως και από άλλα χωριά, απολαμβάνοντας τον απογευματινό τους καφέ και το
στριφτό τσιγάρο, ενώ άλλοι έπιναν παγωμένες μπύρες, λεμονάδες και πορτοκαλάδες.
Σε τακτά δε χρονικά διαστήματα πολλά άτομα, κουρασμένα θα έλεγα από τις δουλειές,
ιδρωμένα και καμένα από τον ήλιο, έπιναν με τη χούφτα και έπαιρναν νερό με το
παγούρι από μια κόκκινη τουλούμπα που ήταν δίπλα στους θαμώνες του
καταστήματος. Εμείς, αφού πιάσαμε
από μια καρέκλα με τη ξαδέρφη μου προτιμήσαμε να παραγγείλουμε πορτοκαλάδα. Μας
τις έφερε ο Λάζος ο Δέσκος, ο χωριανός μας, που τότε ήταν μικρό παιδί. Από τη
συζήτηση που έκανε με το παππού μου αλλά και το πήγαινε-έλα, εξυπηρετώντας τους
πελάτες, κατάλαβα ότι εκεί δούλευε σερβιτόρος. Ιδιοκτήτης του καταστήματος ήταν
ένας άλλος επίσης χωριανός μας, ο Πορτοκάλης Πέτρος που σήμερα δεν ζει. Ο Λάζος
λοιπόν, γλυκομίλητος όπως πάντα, με το χαμόγελο μόνιμα κάτω από το ψιλό
μουστάκι του, έπιασε κουβέντα όρθιος μαζί μου. Με ρώταγε αν μου άρεσε εδώ που
βρισκόμουν και ύστερα, αν είδα την « πατόζα » Εγώ δίνοντας μεγαλύτερη σημασία
στη πορτοκαλάδα που έπινα και μάλιστα, με εξαιρετική σπουδή, παρά σε ό,τι με
ρωτούσε, του έδινα απαντήσεις μονολεκτικές ή κουνώντας το κεφάλι μου. Κάπου-κάπου βέβαια
κοίταζα και την ξαδέρφη μου, μήπως
τελειώνοντας την πορτοκαλάδα της, αρπάξει να πιει και τη δική μου.
Και
ενώ γίνονταν αυτά από μακριά είδα να έρχεται ο πατέρας μου κι αυτός με το
ψάθινο καπέλο στο κεφάλι, σχεδόν μούσκεμα στον ιδρώτα. Είπε ότι πρέπει να
είμαστε έτοιμοι, γιατί προς τη δύση του ηλίου η « πατόζα» θα αλώνιζε και το δικό μας σιτάρι. Επομένως,
κάποιος από εμάς έπρεπε « οπωσδήποτε » να είναι κοντά της, έχοντας έτοιμα τα σακιά που θα το έβαζε. Έτσι
λοιπόν, με αυτά που είπε ο πατέρας μου, λύθηκε και η δική μας απορία, για το τί
δηλαδή ήθελε τόσος πολύς κόσμος μαζεμένος στο « Κουρί » γύρω από την « πατόζα ». Όλοι περίμεναν τη
σειρά τους για το αλώνισμα. Αν κάποιος δεν ήταν κοντά στη θημωνιά του και
έφευγε από αυτή η μηχανή, τότε έχανε τη σειρά του. Και αν συνέβαινε αυτό, άντε
το δυσκολοκίνητο αυτό παλιοσίδερο, που το τραβούσε και το λειτουργούσε ένα
τρακτέρ να το γυρίσεις πίσω…
Περιμένοντας
λοιπόν κι εμείς τη σειρά μας, καθίσαμε τα δυο ξαδέλφια στο
κατάστημα, όπως είχε προβλεφθεί μέχρι
δύση του ηλίου και λίγο παραπάνω. Μέχρι τότε, παρατηρούσαμε όλους όσους
πηγαινοέρχονταν στον τόπο, άλλοι με τα κάρα, όπως εμείς, άλλοι με τα
γαϊδουράκια και άλλοι με τα πόδια. Όλοι τους, όπως είπαμε, ήταν ηλιοκαμένοι στο
πρόσωπο και είχαν απαραίτητα το ψάθινο καπέλο στο κεφάλι τους. Φορούσαν επίσης για
παντελόνι τη χαρακτηριστική «μάλτα», πολύ δροσερή το καλοκαίρι και ως επί το
πλείστον, ανοιχτόχρωμα, μακρυμάνικα πουκάμισα. Για παπούτσια είχαν τα « λάστιχα
» που μόνο για καλοκαίρι δεν ήταν να τα φοράει κανείς , ωστόσο όμως ήταν
πρακτικά για τις γεωργικές εργασίες. Οι πιο πολλοί τέλος κρατούσαν στα χέρια
τους παγούρια για να ξεδιψάνε και να δροσίζονται. Στις συναντήσεις μεταξύ τους,
πέρα από τον καθιερωμένο χαιρετισμό, ρωτούσαν κυρίως που βρίσκεται η « πατόζα »
και ποιανού το σιτάρι αλωνίζει. Και ενώ η κούραση και η ταλαιπωρία της ημέρας
φαινόταν στα σώματά τους, κάποιοι διατηρούσαν τη ζωντάνια, το χιούμορ και τα
χαμόγελά τους. Έτσι έβλεπες να περνάνε από δίπλα σου και πρόσωπα χαμογελαστά ή άκουγες μέσα στην
όλη βαβούρα και κανένα δυνατό γέλιο. Ίσως να ήταν από κάποιους που η σοδειά
τους πήγε καλά… Γενικά η όλη ατμόσφαιρα
εκεί που ήμασταν, θύμιζε πανηγύρι. Και μάλιστα σε ποιο σημείο; Σε ένα μέρος έξω από το χωριό. Σε μια ερημική τοποθεσία
που, όπως ανέφερα στην αρχή, μετατράπηκε σε «πολιτεία» εξαιτίας του αλωνίσματος
και η οποία θα επανέλθει στη προηγούμενη κατάσταση μόνο όταν αυτό θα τελειώσει.
Και όταν θα τελειώσει, ο τόπος δε θα θυμίζει τίποτα από το « μεγαλείο » που
έχει τώρα.
Αυτή
τη ζωή λοιπόν στη περιοχή, την έδιναν οι άνθρωποι με τη δουλειά τους. Την έδιναν
με τη χαρά που αντλούσαν από τη σοδειά τους το σιτάρι, μπορεί δε ακόμη και από
τον ίδιο τον μόχθο τους μέχρι να φτάσουν στο αλώνισμα. Ωστόσο όμως οποιαδήποτε
κούραση τώρα στο τέλος δεν έχει καμιά σημασία. Όλα αυτά ξεχάστηκαν. Όλοι ζούνε
τη χαρά του « σήμερα » με την πλούσια
σοδειά. Εξάλλου, είναι αλήθεια ότι το
θέρος και το αλώνισμα του σταριού, από πολύ παλιά οι άνθρωποι το αισθάνονταν
σαν μια περίοδο ατέλειωτης ευχαρίστησης της ψυχής τους. Επιπλέον μιας απέραντης
ευγνωμοσύνης προς το Θεό που τους αξίωσε για άλλη μια χρονιά να έχουν για τη
φαμίλια το ψωμί τους.
Η
ώρα είχε περάσει, ο ήλιος έπεσε και εγώ με τη ξαδέρφη μου δεν κουνηθήκαμε από
τις καρέκλες μας. Η νύχτα έπεφτε και οι άνθρωποι σιγά-σιγά άρχισαν να μη διακρίνονται,
μοιάζοντας με σκιές. Μαζί με το σκοτάδι και επιτέλους τη δροσιά, άρχιζε και η
νυχτερινή ζωή της υπαίθρου. Ο γκιώνης, η κουκουβάγια και η νυχτερίδα, βγήκαν
από τον κρυψώνα τους και πετούσαν στο νυχτερινό ουρανό ψάχνοντας τη λεία τους.
Το ίδιο και κάθε είδος εντόμου που έψαχνε, τί άλλο, να « σου πιει το αίμα ! » Ο
Λάζος άναψε τα λουξ και το κατάστημά του φεγγοβολήθηκε μαζί με τον υπόλοιπο « πενιχρό
» του περίγυρο. Τώρα, με τόσα φώτα ίσως
και να έμοιαζε με κατάστημα «πολυτελείας». Σίγουρα το σιτάρι μας μέχρι αυτή την
ώρα θα αλωνίσθηκε και όπου να’ ναι, θα ερχόταν ο πατέρας με το παππού μου να
μας πάρουν για να επιστρέψουμε στο χωριό, φορτωμένοι και εμείς τη σοδειά μας.
Έτσι κι έγινε. Ακολουθώντας την ίδια διαδρομή που ήρθαμε, με διαφορετικές όμως
συνθήκες φωτισμού και το κάρο να κινείται αργά, λόγω του φορτίου, φθάσαμε στο σπίτι. Πίσω μας
αφήναμε μια περιπέτεια που ζήσαμε στην παιδική μας ηλικία και θυμόμαστε μέχρι
και σήμερα. Την βόλτα μας για να δούμε τη « θρυλική πατόζα ». Όταν ξημέρωσε η
άλλη μέρα εγώ τουλάχιστον, δεν ήμουν σίγουρος αν η περιπέτεια ήταν ένα όνειρο ή
πραγματικότητα.
...…
Σήμερα
το « Κουρί » έχει αλλάξει. Ο τόπος που ήταν ανοιχτός, γεμάτος πράσινο χορτάρι,
έγινε καλλιεργήσιμη γη με χωράφια που δόθηκαν σε χωριανούς αγρότες. Πολλά από
τα πλατάνια που υπήρχαν κόπηκαν και κανά-δυο μόνο θυμίζουν εκείνη την εποχή του
αλωνίσματος. Ψάχνοντας, μια από αυτές τις μέρες στα απολιθώματα εκείνου του
καιρού, βρήκα μόνο κάποια ίχνη από το σωλήνα της τουλούμπας εκείνου του ιστορικού
καταστήματος που είχε τότε ο χωριανός μας στη περιοχή, τον καιρό που αλώνιζε η «
πατόζα » Ήταν συγκινητικό! Και για να φύγει το βούρκωμα από τα μάτια μου ,
έκατσα και έγραψα ό,τι, τέλος πάντων, διαβάσατε. Άλλωστε, και τα αλώνια με τη «
πατόζα » στο Κουρί, αποτελούν ένα μέρος
της ιστορίας του χωριού μας, που λέγεται «Δωροθέα» και που δεν τον ξεχνάμε όπου
κι αν είμαστε…
Αριδαία
08/07/2013 ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου